Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τὸν τύραννον

См. также в других словарях:

  • τύραννος — Έτσι ονομαζόταν στην αρχαιότητα ο ανώτατος άρχων. Αργότερα, ο άνθρωπος που καταλάμβανε τα ανώτατα αξιώματα και τα ασκούσε κατά τρόπο αυθαίρετο και ανεξέλεγκτο. Στον Μεσαίωνα, ο ιδιώτης που σφετεριζόταν τη βασιλική εξουσία, χωρίς να έχει το… …   Dictionary of Greek

  • ГРИГОРИЙ БОГОСЛОВ — [Назианзин; греч. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὁ Ναζιανζηνός] (325 330, поместье Арианз (ныне Сиврихисар, Турция) близ Карвали (ныне Гюзельюрт), к югу от г. Назианза, Каппадокия 389 390, там же), свт. (пам. 25 янв., 30 янв. в Соборе Трех святителей; пам …   Православная энциклопедия

  • CUPIDO — Amoris Deus, quem Hesiodus natum vult ex Chao et Terra, Simonides ex Marte et Venere, Arcesilaus ex nocte et Aethere, Alcaeus ex Lite et Zephyro, Sappho ex Venere et Caelo, Seneca ex Venete et Vulcano. Quidam ex sola Venere prognatum tradunt,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • επικηρύσσω — (AM ἐπικηρύσσω, αττ. τ. ἐπικηρύττω) [κηρύσσω] προκηρύσσω αμοιβή για τον φόνο, τη σύλληψη ή την κατάδοση επικίνδυνου ατόμου («ἐπεκήρυξαν δέ καὶ χρημάτων πλῆθος τοῑς ἀνελοῡσι τὸν τύραννον», Διόδ. Σικ.) αρχ. 1. κοινοποιώ, γνωστοποιώ με προκήρυξη 2.… …   Dictionary of Greek

  • κατευφημώ — κατευφημῶ, έω (AM) (επιτ. τ. τού ευφημώ) 1. προσφωνώ κάποιον με επαίνους και ευφημίες, επευφημώ, εξυμνώ («τῶν δήμων κατευφημούντων τὸν τύραννον», Θεοφύλ. Σ.) 2. εκφράζομαι επαινετικά για κάποιον, εγκωμιάζω, επαινώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + εὐφημῶ …   Dictionary of Greek

  • συγκατάγω — Α [κατάγω] 1. οδηγώ προς τα κάτω μαζί με κάποιον 2. μεταφέρω με κάποιον στο λιμάνι 3. βοηθώ στο να επαναφέρει κανείς κάποιον («τὸν τύραννον συγκατάγειν», Αριστοφ.) 4. (σχετικά με εξόριστο) επαναφέρω στην πατρίδα …   Dictionary of Greek

  • Φώτιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο μέγας πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. 2. Καταγόταν από τη Νικομήδεια. Μαρτύρησε δια της πυράς επί Διοκλητιανού (284 305), μαζί με τον ανιψιό του Ανίκητο. Η μνήμη του τιμάται στις 12 Αυγούστου. 3.… …   Dictionary of Greek

  • CECROPS — primus Atheniensium Rex. Euseb. in Chron. l. 1. Οἱ δὲ οὖν κατα τὸν Ω῎γυγον, καὶ τὸν κατακλυσμὸν, βαςιλεῖς; εἰςἱν ὅι δέ. Πρῶτος Κέκροψ, ὁ Διφυής. Iohannes Tzetzes, Chil. 5. Hist. 18. Πρῶτος ἁπάντων Α᾿ττικῆς ὁ Κέκροψ βαςιλεὑει, Apollodotus, l. 3.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ВЕЛИКАЯ СУББОТА — [Церковнослав. ; греч. Τὸ ̀λδβλθυοτεΑγιον καὶ Μέγα Σάββατον; лат. Sabbatum Sanctum], суббота накануне Пасхи, когда Церковь вспоминает телесное погребение и сошествие Христа во ад, начиная праздновать Его тридневное Воскресение. События В. с. Вера …   Православная энциклопедия

  • καθιστώ — (AM καθίστημι, Α και καθιστάνω και καθιστῶ, άω) 1. ορίζω, διορίζω, τοποθετώ (α. «μέ κατέστησε υπεύθυνο για όσα συμβούν» β. «τόν κατέστησε κληρονόμο του» γ. «κατέστησε τύραννον εἶναι παῑδα τὸν ἑωυτοῡ», Ηρόδ.) 2. κάνω κάποιον να γίνει κάτι, να… …   Dictionary of Greek

  • Locutions Et Expressions Grecques — Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω Α …   Wikipédia en Français

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»